ιριδίζω

ιριδίζω
-ισα, αμτβ., εμφανίζω ιριδισμούς, κάνω τα χρώματα της ίριδας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιριδίζω — βλ. πίν. 33 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ιριδίζω — [ίριδα] εμφανίζω τα χρώματα τής ίριδας, παρουσιάζω ιριδισμούς …   Dictionary of Greek

  • ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… …   Dictionary of Greek

  • ιρίζω — ἰρίζω (Α) [ίρις] πάπ. εμφανίζω τα χρώματα τής ίριδας, ιριδίζω …   Dictionary of Greek

  • ιριδιστός — ή, ό [ιριδίζω] αυτός που εμφανίζει τα χρώματα τής ίριδας, αυτός που κάνει ιριδισμούς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”